- παχύτητα
- παχύτηςthicknessfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παχύτητα — η / παχύτης, ητος, ΝΜΑ [παχύς] (για πρόσ. και ζώα) παχυσαρκία, ευσαρκία, πάχος νεοελλ. αρχ. 1. το πάχος ενός πράγματος, ο όγκος, το χόντρος 2. (για υγρά) πυκνότητα, η παχιά σύσταση, το παχύρρευστο 3. μτφ. η νωθρότητα στο πνεύμα, ηλιθιότητα, μωρία … Dictionary of Greek
λίπασμα — το (Α λίπασμα) [λιπαίνω] νεοελλ. 1. φυσική ή τεχνητή ουσία που προστίθεται στο έδαφος για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην ανάπτυξη και παραγωγικότητα τών φυτών (α. «φυσικά λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα») 2. φρ … Dictionary of Greek
λιπαρία — (I) λιπαρία, ιων. τ. λιπαρίη, ἡ (Α) [λιπαρώ] 1. εμμονή, επιμονή 2. φορτική, ενοχλητική συμπεριφορά. (II) λιπαρία, ἡ (Α, Μ λιπαριά) [λιπαρός] πάχος, παχύτητα … Dictionary of Greek
λιπαρότητα — η (Α λιπαρότης, ητος) [λιπαρός] η ιδιότητα τού λιπαρού, πάχος, παχύτητα («ὑπάρχει ἐν γάλακτι λιπαρότης», Αριστοτ.) αρχ. 1. λάμψη, λαμπρότητα 2. στον πληθ. αἱ λιπαρότητες παχιές ουσίες … Dictionary of Greek
λιπότης — λιπότης, ητος, ἡ (Α) [λίπος] πάχος, παχύτητα … Dictionary of Greek
παχυδερμία — (Ιατρ.). Η μόνιμη αύξηση του πάχους του δέρματος, που οφείλεται σε χρόνια υπερπλασία του ινώδους ιστού του δέρματος, του υποδόριου συνδετικού ιστού και συχνά και των μυών. Η π. καλύπτει τα κάτω άκρα και το όσχεο. Το δέρμα εκείνου που υποφέρει από … Dictionary of Greek
παχυμέρεια — ἡ, ΝΑ [παχυμερής] η παχύτητα τών μερών, η σύσταση από χοντρά και αδρά μέλη … Dictionary of Greek
τρίψις — ίψεως, ἡ, Α [τρίβω] 1. η ενέργεια τού τρίβω, τριβή, τρίψιμο («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», Πλάτ.) 2. μάλαξη («τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ περιττός, ὥστε και τρίψεσι... χρῆσθαι», Πλούτ.) 3. η αντίσταση την οποία παρέχει … Dictionary of Greek
παχυδερμία — η 1. η παχύτητα, το χόντρος του δέρματος: Τον ελέφαντα τον προφυλάγει από τους τραυματισμούς η παχυδερμία του. 2. μτφ., αναισθησία, αφιλοτιμία, απονιά: Η παχυδερμία ορισμένων ανθρώπων είναι εκνευριστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам … Православная энциклопедия